στεντορόφωνος

στεντορόφωνος
-ον, Μ
αυτός που έχει φωνή όμοια με τού ομηρικού ήρωα Στέντορος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Στέντωρ, -ορος + -φωνος (< φωνή)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”